δίμορφος

δίμορφος
-η, -ο (AM δίμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές
2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις
αρχ.
ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίμορφος — two formed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμορφος — η, ο αυτός που έχει ή εμφανίζει δύο μορφές: Μην του έχεις εμπιστοσύνη, είναι δίμορφος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίμορφον — δίμορφος two formed masc/fem acc sg δίμορφος two formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμόρφου — δίμορφος two formed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμόρφους — δίμορφος two formed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμόρφῳ — δίμορφος two formed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμορφα — δίμορφος two formed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμορφε — δίμορφος two formed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμορφοι — δίμορφος two formed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”