δίμορφος — two formed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφος — η, ο αυτός που έχει ή εμφανίζει δύο μορφές: Μην του έχεις εμπιστοσύνη, είναι δίμορφος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίμορφον — δίμορφος two formed masc/fem acc sg δίμορφος two formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμόρφου — δίμορφος two formed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμόρφους — δίμορφος two formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμόρφῳ — δίμορφος two formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφα — δίμορφος two formed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφε — δίμορφος two formed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμορφοι — δίμορφος two formed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek